συμμεταπιπτω

συμμεταπιπτω
    συμμεταπίπτω
    συμ-μεταπίπτω
    одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться
    

(τινί Aesch., Arst., Anth.)

    σ. ταῖς χρείαις Plut. — меняться в зависимости от потребностей


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συμμεταπιπτω" в других словарях:

  • συμμεταπίπτω — Α μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συμμεταπεσεῖν — συμμεταπίπτω change along with aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπεσεῖται — συμμεταπίπτω change along with fut ind mid 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπίπτῃ — συμμεταπί̱πτῃ , συμμεταπίπτω change along with pres subj mp 2nd sg συμμεταπί̱πτῃ , συμμεταπίπτω change along with pres ind mp 2nd sg συμμεταπί̱πτῃ , συμμεταπίπτω change along with pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπίπτει — συμμεταπί̱πτει , συμμεταπίπτω change along with pres ind mp 2nd sg συμμεταπί̱πτει , συμμεταπίπτω change along with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπίπτομεν — συμμεταπί̱πτομεν , συμμεταπίπτω change along with pres ind act 1st pl συμμεταπί̱πτομεν , συμμεταπίπτω change along with imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπίπτουσι — συμμεταπί̱πτουσι , συμμεταπίπτω change along with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμμεταπί̱πτουσι , συμμεταπίπτω change along with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταπίπτειν — συμμεταπί̱πτειν , συμμεταπίπτω change along with pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπίπτοντος — συμμεταπί̱πτοντος , συμμεταπίπτω change along with pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταπίπτουσα — συμμεταπί̱πτουσα , συμμεταπίπτω change along with pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»